κοάζω

κοάζω
αμετ. квакать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "κοάζω" в других словарях:

  • κοάζω — βλ. πίν. 35 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κοάζω — [κοάξ] 1. (για βάτραχο) φωνάζω κοάξ κοάξ 2. (για άνθρωπο) μιλώ σαν τον βάτραχο ή μιμούμαι τη φωνή τών βατράχων …   Dictionary of Greek

  • κοάζω — λέγεται για τους βατράχους και σημαίνει φωνάζω «κοάξ κοάξ» …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοασμός — ο [κοάζω] η φωνή τών βατράχων ή η απομίμηση τής φωνής τών βατράχων …   Dictionary of Greek

  • κόασμα — το η φωνή τών βατράχων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδαμάντιο Κοραή] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»